Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Στις 10 και 11 Νοεμβρίου η ελληνική ομάδα της International Winnicott Association, η Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Hellenic American College, οι εκδόσεις Επέκεινα και οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης προσκαλούν τους ενδιαφερόμενους σε διημερίδα στο θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και στο χώρο των εκδόσεων Γαβριηλίδη με προσκεκλημένη την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια Margaret Boyle Spelman, με θέμα “Είναι και γίγνεσθαι στη μεταψυχολογία του D.W. Winnicott”. Η Spelman μελετά το έργο του σημαντικού Βρετανού ψυχαναλυτή και βρίσκεται στην Ελλάδα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του D.W. Winnicott σε νέα μετάφραση και εισαγωγή του Θ. Χατζόπουλου από τις εκδόσεις Επέκεινα. Τίτλος του βιβλίου «Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον». Για αυτά τα δύο γεγονότα η Dr. Spelman μιλάει για το έργο του Winnicott στην Book Press.
Τι σας ενέπνευσε στην προσωπικότητα και στο έργο του Γουίνικοτ;
Θα μπορούσατε να πείτε ότι η αγάπη μου για το έργο του Γουίνικοτ ήρθε αρχικά από μια πρακτική ανάγκη –σαν μια αρχάρια ψυχαναλυτική θεραπεύτρια– και μου έδωσε πολύτιμα μαθήματα που ήταν μεγάλη ανακούφιση σε αυτήν την τρομακτική περίοδο του ξεκινήματος, όταν κάθεσαι με τους ασθενείς και χρησιμοποιείς την ψυχαναλυτική σκέψη για πρώτη φορά.
Θυμάμαι να νιώθω πως ερωτεύομαι την ψυχαναλυτική βιβλιογραφία στην πορεία της ψυχοθεραπευτικής μου εκπαίδευσης στο Ιρλανδικό Ινστιτούτο Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Αισθανόμουν ότι η μελέτη της ψυχαναλυτικής βιβλιογραφίας υπερείχε της εμπειρίας που είχα μελετώντας για τις σπουδές ψυχολογίας και κλινικής ψυχολογίας –δεν υπήρχε η στατιστική και κάθε τι μπορούσε να εφαρμοστεί στον εαυτό καθενός– μερικές φορές με έναν συγκλονιστικό και ταραχώδη τρόπο. Συνάντησα πρώτη φορά πραγματικά το έργο του Γουίνικοτ κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής μου εκπαίδευσης και μου άρεσε ιδιαίτερα ο τρόπος γραφής του. Έδινε την αίσθηση του καινούργιου και του διαφορετικού. Φαινόταν ζωντανός και με τράβηξε αμέσως. Διάβασα το Παιχνίδι και Πραγματικότητα και παρόλο που δεν το κατανόησα καλά, γνώριζα ωστόσο ότι πραγματεύεται κάτι σημαντικό κι έτσι το ξαναδιάβασα. Ο Γουίνικοτ έκανε μια σοβαρή μελέτη πάνω στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Όσα έλεγε ταίριαζαν με τη δική μου προσωπική εμπειρία και με την εμπειρία μου ως μητέρα τεσσάρων μικρών παιδιών (όπως ήμουν τότε) και μου έδωσε χρήσιμα κλινικά μαθήματα. Θα μπορούσατε να πείτε ότι η αγάπη μου για το έργο του Γουίνικοτ ήρθε αρχικά από μια πρακτική ανάγκη –σαν μια αρχάρια ψυχαναλυτική θεραπεύτρια– και μου έδωσε πολύτιμα μαθήματα που ήταν μεγάλη ανακούφιση σε αυτήν την τρομακτική περίοδο του ξεκινήματος, όταν κάθεσαι με τους ασθενείς και χρησιμοποιείς την ψυχαναλυτική σκέψη για πρώτη φορά∙ βοηθάει όταν φαίνεται ότι δεν συμβαίνει τίποτα στη θεραπεία ή όταν υπάρχουν μεγάλες σιωπές ή όταν ανησυχούσα ότι δεν θα μπορούσα να βρω το Οιδιπόδειο υλικό ή κανένα θέμα σχετικό με την ικανοποίηση ενστίκτου. Ο Γουίνικοτ με βοήθησε να περιμένω και να ιχνηλατώ τα πράγματα πολύ πιο στενά – και νιώθω πως αυτό έγινε στο ξεκίνημα επειδή αναφερόταν σε συνηθισμένες, όχι ακραίες εμπειρίες της καθημερινότητας. Είχα περάσει πολλά χρόνια ως κλινικός ψυχολόγος, δουλεύοντας με μωρά και τις οικογένειές τους, γονείς και μητέρες –περίπου σαν τον Γουίνικοτ– στα σπίτια τους ή όταν έρχονταν στην κλινική. Συχνά διαπίστωνα η ίδια ότι η βιολογική επιβίωση των βρεφών εξαρτιόταν από τη φροντίδα των άλλων και ότι ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξής τους, της προσωπικότητάς τους, της αντίληψης του κόσμου αλλά και του εαυτού τους –της «αισθητικής του είναι» τους– διαμορφώνεται, όπως προτείνει ο Γουίνικοτ, στην αλληλεπίδραση με αυτήν τη φροντίδα. Επειδή εργαζόταν με αυτόν τον τρόπο και ήταν και παιδίατρος όσο και ψυχαναλυτής∙ επειδή έβλεπε την σημασία των όσων συμβαίνουν πριν την γλώσσα και έξω από την γλώσσα, ο Γουίνικοτ με βοήθησε να ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου στην παρατήρηση βρέφους, που τότε ήταν μια εμπειρία αλληλοεπικάλυψης, η εμπειρία του να είμαι με ένα μωρό και με μια μητέρα, κάτι που έκανα πολύ συχνά αλλά –έως την παρατήρηση βρέφους– ως κλινικός ψυχολόγος. Σε αυτήν την συνθήκη η σκέψη του Γουίνικοτ μου παρείχε τις εμπειρίες μέσω των οποίων αφομοίωσα τον παλιό μου «εαυτό»-κλινικό ψυχολόγο με τον αναδυόμενο «εαυτό»-ψυχαναλυτικό θεραπευτή. Συνεπώς, εύκολα μπορεί να δει κανείς πόσο συχνά ο Γουίνικοτ με βοήθησε στην ολοκλήρωση της δικής μου κλινικής εργασίας.
Γιατί αποφασίσατε να συγκεντρώσετε τα έργα του Γουίνικοτ και να τα διατηρήσετε σαν μια πράξη να κρατήσετε ζωντανή την κληρονομιά του;
Τα τρία μέρη αυτού του δεύτερου βιβλίου αντιστοιχούν στις τρεις γενιές συγγραφέων σε αυτό το μερικό «οικογενειακό δέντρο του Γουίνικοτ» και το βιβλίο θα μπορούσε να ιδωθεί ότι λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο ολόκληρο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως επιτομή, με χρονολογική σειρά, επισκοπήσεων της ζωής, της εργασίας και της σχέσης με τη σκέψη του Γουίνικοτ... [...] Στο δεύτερο επίπεδο του βιβλίου, που είναι πιο αφηρημένο και θεωρητικό, εξετάζω τη φύση της ανάπτυξης της αναλυτικής σκέψης καθαυτής.
Λοιπόν, δεν ξεκίνησε καθόλου έτσι. Δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη απόφαση να γράψω για τον Γουίνικοτ ή να συγκεντρώσω την εργασία του. Εξελίχθηκε και συνέβη σταδιακά και το ένα βήμα οδήγησε στο επόμενο. Στην πραγματικότητα τα συστατικά μέρη του πρώτου βιβλίου υπήρχαν πολύ πριν οποιοδήποτε βιβλίο – αλλά σε πολύ διαφορετική μορφή. Όπως έχω πει, χρησιμοποίησα το έργο του Γουίνικοτ στον μεταβατικό μου χώρο όταν μετακινούμουν από την κλινική ψυχολογία στην ψυχανάλυση, κατά τη μετάβασή μου από το ένα στο άλλο. Επίσης πιστεύω ότι υπήρξε έλξη προς τον Γουίνικοτ όπως από κάποιον, σαν εμένα, που δουλεύει στις υπηρεσίες υγείας. Αισθάνομαι ότι ο Γουίνικοτ εισήγαγε την ψυχανάλυση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας με έναν ευέλικτο, εύχρηστο τρόπο. Αυτό που συνέβη ήταν ότι, δεδομένης της βοήθειας που μου είχε δώσει ο Γουίνικοτ στην πορεία της κλινικής μου εκπαίδευσης και της παρατήρησης βρέφους, αποφάσισα να γράψω κάτι για τον Γουίνικοτ στην διπλωματική μου, που ήταν επίσης απαραίτητο, και αυτό αποτέλεσε τα αρχικά κεφάλαια του πρώτου βιβλίου. Ο Γουίνικοτ ήθελε ο καθένας να είναι ο δικός του επαγγελματικός εαυτός και να έχει «τον δικό του Γουίνικοτ». Με το πρώτο βιβλίο ήθελα να σκιαγραφήσω τη δική μου αρχική απάντηση στο έργο του Γουίνικοτ, που ήλπιζα ότι με τη σειρά του θα βοηθούσε άλλους στην αρχική φάση της δικής τους απάντησης στον Γουίνικοτ. Κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο βιβλίο. Νοείται ως ένα εισαγωγικό κλινικό βιβλίο του τύπου που και η ίδια θα είχα καλωσορίσει όταν αποδέχθηκα αρχικά τη σκέψη του Γουίνικοτ την εποχή της ψυχαναλυτικής μου εκπαίδευσης. Το βιβλίο διακρίνει την εργασία με παιδιά και μετά την εργασία στη θεραπεία με ενήλικες, συγκρίνει την αναπτυξιακή με την αναλυτική κατάσταση, περιγράφει τη συνθήκη ανάμεσα στα ζεύγη φροντίδας και τα αναλυτικά ζεύγη – θεωρώντας την αναπτυξιακή κατάσταση ως αρκετά καλή και τις αναφορές από περιπτώσεις ενηλίκων ως το ελλειμματικό περιβάλλον. Επιπλέον, ως κλινικό βοήθημα σε όσους δεν ολοκληρώνουν αλλά και σε όσους ολοκληρώνουν την παρατήρηση βρέφους (ως μέρος μιας εκπαίδευσης), παρέχει επισημάνσεις από μια επινοημένη, σύνθετη παρατήρηση βρέφους και επίσης ό,τι μπορεί να συναχθεί από αυτήν. Έτσι λοιπόν προέκυψε αυτό που τελικά έγινε το πρώτο βιβλίο μου για τον Γουίνικοτ. Στην συνέχεια υπήρξε μια στιγμή στη ζωή μου που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω κάτι που είχα κατά νου ήδη από το πτυχίο μου – δηλαδή να εκπονήσω μια διατριβή. Διαμόρφωσα την ιδέα μου για το θέμα της όταν συνάντησα τον Adam Phillips κι εκείνος μου είπε ότι ο ίδιος και ο Christopher Bollas είχαν αναλυθεί από τον Masud Kahn, ο οποίος με την σειρά του γνώριζα ότι είχε αναλυθεί από τον Γουίνικοτ. Συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για μια λεπτή γραμμή που συνέδεε τρεις γενιές. Επίσης γνώριζα από την βιογραφία του Rodman ότι οι Kahn και Milner ήταν πάρα πολύ σημαντικοί για τον Γουίνικοτ. Αυτές οι λεπτές γραμμές ήταν ένα μέσον για να μετρήσω την επιρροή και την κληρονομιά του Γουίνικοτ καθώς, μέσω της ασυνείδητης μετάδοσης, η μεγαλύτερη πιθανότητα επιρροής θα υπήρχε μέσα στο αναλυτικό οικογενειακό δέντρο –και, ιδού!– είχα τον σκελετό του σχεδίου και της μεθόδου της μελέτης που έγινε η διατριβή μου και, τελικά, το δεύτερο βιβλίο, Η εξέλιξη της σκέψης του Γουίνικοτ. Αναζητούσα απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «Είχε πραγματικά μια επιρροή ο Γουίνικοτ, που έμοιαζε να είναι τόσο παρών στα κείμενα πολλών καλών αναλυτικών συγγραφέων;». Τα τρία μέρη αυτού του δεύτερου βιβλίου αντιστοιχούν στις τρεις γενιές συγγραφέων σε αυτό το μερικό «οικογενειακό δέντρο του Γουίνικοτ» και το βιβλίο θα μπορούσε να ιδωθεί ότι λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο ολόκληρο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως επιτομή, με χρονολογική σειρά, επισκοπήσεων της ζωής, της εργασίας και της σχέσης με τη σκέψη του Γουίνικοτ (προεκτάσεις και εξελίξεις) όλων των ανθρώπων αυτού του οικογενειακού δέντρου των τριών γενεών, εκκινώντας με την εξέλιξη της σκέψης του Γουίνικοτ κατά τη διάρκεια της δικής του ζωής και έπειτα με την ανίχνευση της περαιτέρω εξέλιξής της στην εργασία πρώτα των αναλυομένων του και έπειτα στην τρίτη γενιά των δικών τους αναλυομένων. Αυτό είναι ένα πρώτο περιγραφικό επίπεδο και είμαι ευχαριστημένη που αυτό το επίπεδο, ολοφάνερα το πιο παρόν στο βιβλίο, είναι χρήσιμο στους θεραπευτές. Μπορεί κάποιος να βουτήξει στο βιβλίο για να εξετάσει, για παράδειγμα, μια συγκεκριμένη μορφή. Στο δεύτερο επίπεδο του βιβλίου, που είναι πιο αφηρημένο και θεωρητικό, εξετάζω τη φύση της ανάπτυξης της αναλυτικής σκέψης καθαυτής, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την πορεία της σκέψης του Γουίνικοτ στις τρεις γενιές. Σε αυτό το επίπεδο κάνω σαφή την υπονοούμενη θεωρία του Γουίνικοτ σχετικά με την ίδια τη θεωρία και τη σκέψη και σχετικά με την επιρροή στο εσωτερικό των κειμένων του.
Υπογραμμίζω τον εκπληκτικό βαθμό ομοιότητας ανάμεσα στη σκέψη του Γουίνικοτ γι’ αυτά τα ζητήματα και στη σκέψη του ανθρώπου που υπήρξε ο θεμελιωτής της νέας επιστήμης της ιστορίας των ιδεών, του Arthur Lovejoy, και την αντίθεση των προ-οιδιπόδειων ιδεών του Γουίνικοτ και του Lovejoy με τις οιδιπόδειες ιδέες μιας άλλης σημαντικής μορφής που έγραψε για την επιρροή, του Harrold Bloom. Το τρίτο βιβλίο του Γουίνικοτ, στο οποίο συμμετέχω ως επιμελήτρια μαζί με τον Καθηγητή Frances Thomson-Salo, είναι Η Παράδοση του Γουίνικοτ. Μόλις είχα ολοκληρώσει τη διατριβή μου, όταν η Joan Raphael-Leff, που ήταν η επόπτρια μου, με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να εκδώσω τον τόμο για τον Γουίνικοτ σε μια σειρά για ψυχαναλυτές θρύλους, που εκείνη και η Norka Malberg είχαν ξεκινήσει με το βιβλίο τους, Η Παράδοση της AnnaFreud. Ξεκίνησα έτσι, και η Joan με σύστησε στον Frances λίγους μήνες αργότερα και το βιβλίο απογειώθηκε, αφού η υλοποίηση του ήταν πιο σίγουρη με τον ερχομό του Frances. Οπότε, βλέπετε, όλα τα γραπτά μου για τον Γουίνικοτ ξεκίνησαν με την ανακάλυψή μου της κλινικής χρησιμότητας των κειμένων του και της χρήσης τους για κλινική καθοδήγηση.
Γιατί πιστεύετε ότι πολλοί ψυχαναλυτές κάνουν τα πράγματα δύσκολα για την κοινή κατανόηση;
Αυτό διχάζει τις απόψεις για την γραφή του Γουίνικοτ, μερικοί άνθρωποι την λατρεύουν και άλλοι εξοργίζονται από την κινούμενη, μεταβαλλόμενη και ζωντανή ποιότητά της.
Ο Γουίνικοτ είχε την τάση να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να βρίσκουν τους «επαγγελματικούς αληθινούς εαυτούς» τους και ταυτόχρονα είχε ισχυρό κίνητρο ως δάσκαλος. Είναι σαν να δίδασκε έναν ανεξάρτητο τρόπο κλινικής σκέψης – για παράδειγμα όταν έλαβε ένα γράμμα από έναν ψυχίατρο που ρωτούσε για την τεχνική του της «καλικαντζούρας» τον ενθάρρυνε να βρει τη δική του τεχνική, λέγοντας ότι η «καλικαντζούρα» ήταν δική του τεχνική και δεν θεωρούνταν μια καθολική τεχνική. Οι ψυχαναλυτές που ήταν σε εποπτεία με τον Γουίνικοτ όπως η Jennifer Johns και η Juliet Hopkins (όταν τους πήρα συνέντευξη) περιέγραψαν τον τρόπο με τον οποίο στο ξεκίνημά τους ως αναλύτριες τις εμπιστευόταν αρκετά ώστε να αφήνει χώρο στις δικές τους επινοήσεις ενώ ταυτόχρονα τις κρατούσε με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να σκέφτονται, για παράδειγμα, τις δικές τους αντιμεταβιβαστικές αντιδράσεις και να αναπτύσσουν την δική τους αίσθηση πραγμάτων στο χώρο της συνεδρίας. Η γραφή και το επικοινωνιακό του ύφος ξεχωρίζουν από άλλων στην ψυχανάλυση –και αυτό είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό–, θυμάμαι τα λόγια του Ogden για την εμπειρία του διαβάζοντας τον Γουίνικοτ, συγκριτικά με άλλους. Έρχεται στον νου ο Bion. O Ogden και άλλοι, έχουν γράψει για την επιτελεστική λειτουργία της γραφής του Bion, όπου η σύγχυση και η αμηχανία που συνδέονται με την αναγνωστική εμπειρία δημιουργούν στον αναγνώστη μια κατάσταση παρόμοια με τα στοιχεία βήτα ή την μη αφομοιωμένη εμπειρία του βρέφους, ή του ασθενούς όταν αισθάνεται κατακλυσμιαία τα πράγματα. Σε αντίθεση, στον Γουίνικοτ υπάρχει μια εμπειρία του «αισθάνομαι καλά» και ο Ogden αναφέρεται σε αυτό σαν έναν «δυνητικό χώρο» μέσα στη γραφή του Γουίνικοτ, όπου τείνουμε να ταυτιζόμαστε μαζί του και να βιώνουμε τα πράγματα όπως εκείνος. Αυτό είναι ένα μέρος εκείνου που επιτρέπει στον καθέναν μας να φέρνει κάτι δικό του στην γραφή του Γουίνικοτ και ταυτόχρονα να νιώθει ότι σκέφτεται μαζί του∙ ότι είναι προσκεκλημένος συνεργάτης του. Πιστεύω ότι αυτό κάνει την γραφή του Γουίνικοτ να φαίνεται καθαρή μερικές φορές και άλλες φορές αυτός ο δυνητικός χώρος μπορεί να την κάνει να φαίνεται καινούρια και διαφορετική. Αυτό διχάζει τις απόψεις για την γραφή του Γουίνικοτ, μερικοί άνθρωποι την λατρεύουν και άλλοι εξοργίζονται από την κινούμενη, μεταβαλλόμενη και ζωντανή ποιότητά της.
Ίσως να μπορούσατε να εισάγετε τους αναγνώστες μας σε κάποιες από τις ιδέες του Γουίνικοτ με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ψυχανάλυση. Τι είναι τα μεταβατικά φαινόμενα; Πού τα συναντάμε και τι ρόλο παίζουν στην ανθρώπινη ανάπτυξη;
Ο Γουίνικοτ μας λέει ότι στο μικρό παιδί τα μεταβατικά φαινόμενα –ή τα πρώτα «μη-εγώ» αποκτήματα–εκτείνονται από το πιπίλισμα του αντίχειρα, τα νανουρίσματα και τις τελετουργίες του ύπνου μέχρι τα αρκουδάκια. Τα πράγματα αυτά κάνουν το μικρό παιδί να νιώθει καλά με τον προσωρινό αποχωρισμό από τη μητέρα του και αργότερα παίρνουν τη μορφή κοινωνικών ομάδων, ενδιαφερόντων και παθών.
Η ερώτηση σας μου θυμίζει την φημισμένη φράση που είπε η Άννα Φρόυντ στον Γουίνικοτ το 1965 ότι η ιδέα του για «τα μεταβατικά φαινόμενα» είχε «κατακτήσει τον ψυχαναλυτικό κόσμο» – και υποθέτω πως το σχόλιο της ήταν εύστοχο, δεδομένου ότι το άρθρο του 1953 πάνω σε αυτό θέμα παραμένει ακόμη ανάμεσα στα πέντε πιο δημοφιλή και χρησιμοποιούμενα άρθρα της ηλεκτρονικής τράπεζας δεδομένων ψυχαναλυτικής έρευνας. Είναι, πράγματι, μια σημαντική και χρήσιμη έννοια. Ο Γουίνικοτ μας λέει ότι στο μικρό παιδί τα μεταβατικά φαινόμενα –ή τα πρώτα «μη-εγώ» αποκτήματα–εκτείνονται από το πιπίλισμα του αντίχειρα, τα νανουρίσματα και τις τελετουργίες του ύπνου μέχρι τα αρκουδάκια. Τα πράγματα αυτά κάνουν το μικρό παιδί να νιώθει καλά με τον προσωρινό αποχωρισμό από τη μητέρα του και αργότερα παίρνουν τη μορφή κοινωνικών ομάδων, ενδιαφερόντων και παθών. Τα μεταβατικά φαινόμενα είναι τα πρώτα ορατά σημάδια της διαδρομής του ατόμου από τη συγχώνευση με τη μητέρα κατά τη γέννηση προς την αληθινή διαμόρφωση ενός ξεχωριστού προσώπου με ένα ασφαλές ψυχολογικό όριο, το οποίο μπορεί εύκολα να συγκεντρώσει και να αποσύρει την προσοχή του στη δουλειά ή στις ασχολίες του ή ακόμη και να μπαίνει αφηρημένα σε ονειροπόληση – αυτό που αποκαλεί ο Γουίνικοτ κατάσταση χωρίς συγκεκριμένη μορφή ή κατάσταση μη απαρτίωσης. Ο Γουίνικοτ ενδιαφερόταν πολύ να συγκεντρώσει τις λεπτομέρειες που συνθέτουν το φυσιολογικό και υγιές προφίλ της ανθρώπινης ανάπτυξης στοιχειοθετώντας αυτό που θα λέγαμε «ποιοτικούς δείκτες». Πίστευε ότι η δημιουργία ενός πλούσιου μεταβατικού χώρου ανάμεσα στη μητέρα και το μωρό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια πλούσια και γεμάτη ζωή. Η βάση για υγιή ανάπτυξη είναι το κράτημα του μωρού στην αρχή σε χαλαρή ταύτιση με τη μητέρα, όπου απλά «είναι». Αυτή η ευκολία να μπορεί κάποιος να είναι «με τον εαυτό του» ή όπως το αποκαλεί ο Γουίνικοτ «η ικανότητα να είναι κανείς μόνος» καλλιεργείται στο κράτημα και στο πρώτο μεταβατικό περιβάλλον ανάμεσα στο μωρό και στη μητέρα ( ή στο πρόσωπο που επιτελεί τη λειτουργία της μητέρας). Τα μεταβατικά φαινόμενα είναι τα πράγματα που μας βοηθούν να γεφυρώνουμε τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο των αναγκών και των επιθυμιών μας με τον πραγματικό, κανονικό, καθημερινό κόσμο που βρίσκουμε γύρω μας. Ο χώρος ανάμεσα στη μητέρα και στο μωρό είναι το πρότυπο του χώρου μέσα στον οποίο ζούμε ως ενήλικοι. Αυτό που είναι συναρπαστικό στην όλη θεώρηση του Γουίνικοτ για την ανθρώπινη ανάπτυξη είναι η αισιόδοξη ματιά του. Λέει ότι «είμαστε όντως φτωχοί όσο είμαστε μόνον λογικοί» και αυτό έχει να κάνει με το τι μας ευχαριστεί και μας εμπλουτίζει. Ο δυνητικός χώρος για μένα διακρίνεται από τον μεταβατικό χώρο λόγω της έμφασης του δεύτερου στον χωρισμό αλλά και στη σύνδεση. Ενώ, ο δυνητικός χώρος έχει να κάνει με την ελευθερία της ποικιλομορφίας όλων των πιθανών εκδοχών του εαυτού καθενός, που εξαρτώνται από ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, σε ένα στάδιο πρώιμο για να είναι αισθητή αυτή η ελευθερία. Ο δυνητικός χώρος είναι αυτό που διακρίνει τη ζωή κάποιου που απλώς επιβιώνει από τη ζωή κάποιου που χαίρεται τη ζωή και ζει δημιουργικά. Νιώθω ότι ο Γουίνικοτ προλόγισε την έμφαση που δίνεται σήμερα στη θετική ψυχολογία. Η ικανότητα να έχει κανείς μια ευχάριστη ζωή ξεκινά από τα μεταβατικά φαινόμενα, τα αρκουδάκια, τις ιδιαίτερες κουβέρτες που παίρνει το μωρό στην αρχή και τις τελετουργίες που κάνει, τα οποία σταδιακά εκπροσωπούν τη μητέρα πρώτα όταν βρίσκεται σε απόσταση και έπειτα όταν απουσιάσει για λίγο, έτσι ώστε το μωρό να μπορέσει βαθμηδόν να καθησυχάσει τον εαυτό του και τελικά να την κρατήσει με ηρεμία στο νου του όταν εκείνη δεν βρίσκεται εκεί, σε ένα νέο είδος ενότητας μαζί της που έρχεται με την ωριμότητα.
Μερικές φορές τα εκπαιδευτικά μας συστήματα καθώς και εμείς ως γονείς πιέζουμε τα παιδιά να είναι ορθολογικά και ειλικρινή. Γιατί σύμφωνα με τον Γουίνικοτ χρειαζόμαστε το παιχνίδι, το δημιουργικό ψέμα και την ανθρώπινη φαντασία σε όλο της το βάθος;
Ο Γουίνικοτ ήταν αληθινά ο εαυτός του και ήταν γνωστός για την εκκεντρικότητα του: έκανε τσουλήθρα στην κουπαστή της σκάλας, έκανε ποδήλατο με τα πόδια στο τιμόνι, «τσιμπούσε» από τα μπισκότα των άλλων. Μπορούσε να είναι ο εαυτός του με όλες του τις ιδιοτροπίες. Υπήρχε όμως και μια πολύ σοβαρή πλευρά σε αυτό – ήταν ζωτικής σημασίας για κείνον και ήθελε αυτήν την ικανότητα να είναι κανείς ο «αληθινός εαυτός του» για τους ασθενείς του όπως και για τους συναδέλφους του. Στην πραγματικότητα, να έχει κανείς την ικανότητα να είναι αυθεντικά ο εαυτός του ήταν για κείνον η βάση κάθε ηθικής. Εργαζόταν με νεαρούς παραβατικούς και έγραψε για τη νεανική παραβατικότητα, γνωρίζοντας ότι τα παιδιά μεγαλώνουν αυθόρμητα με μια ισχυρή αίσθηση του τι είναι σωστό και τι λάθος, όταν η ανάγκη τους για ένα «αρκετά καλό» περιβάλλον βρίσκει ανταπόκριση στη μορφή ενός γονιού αξιόπιστου, ο οποίος, στη διάρκεια των θυελλωδών χρόνων της νηπιακής ηλικίας και έπειτα της εφηβείας, μπορεί να επιβιώσει από τις φοβερές δυσκολίες τους χωρίς να αλλάξει ή να αντεκδικηθεί. Ο Γουίνικοτ αναφερόταν στο παιχνίδι σαν μια σοβαρή δουλειά και ήταν απολύτως αφοσιωμένος στην ζωτική λειτουργία που εξυπηρετούν το παιχνίδι και η ζωή της φαντασίας επιτρέποντας σε κάποιον να συνεχίζει να χαίρεται τη ζωή. Έχουμε όλοι κανονικά την ανάγκη μιας εμπειρίας βασικής αναγνώρισης –μια επανάληψη της πρωταρχικής ενότητας για τον Γουίνικοτ– που συμβαίνει όταν για παράδειγμα συναντιόμαστε γιατί σε όλους μας αρέσει το τέννις ή το ποδήλατο ή οτιδήποτε άλλο, όταν ένας φίλος εκφράσει αυθόρμητα μια προσωπική του έγνοια ή όταν κάτι το οποίο πιστεύουμε πολύ ή είναι πολύ σημαντικό για την προσωπική μας εμπειρία εκφραστεί σε έναν πίνακα ζωγραφικής, σε ένα κείμενο ή σε μια μουσική. Σε αυτές τις σημαντικές στιγμές, όπως το έβλεπε ο Γουίνικοτ, επισκεπτόμαστε ξανά στιγμιαία την χαλαρή ταύτιση με τη μητέρα στην αρχή της ζωής του μωρού: τότε που βιώναμε τους εαυτούς μας παντοδύναμους (όταν ήμασταν όλος ο κόσμος και δημιουργούσαμε τον κόσμο!). Ο Γουίνικοτ ήξερε ότι συμβαίνουν φοβερά καταστροφικά πράγματα όταν –μέσα από ελλείψεις του περιβάλλοντός τους– παιδιά και ενήλικοι δεν μπορούν να καλύψουν αυτήν την ανάγκη τους να νιώθουν συνδεδεμένοι με τον κόσμο και να συνεισφέρουν σε αυτόν∙ όταν δηλαδή η αμφίδρομη κίνηση ανάμεσα στην εσωτερική μας ζωή και στις εξωτερικές συνθήκες μπλοκάρει. Όταν το διαισθανόμαστε αυτό και όταν το περιβάλλον δεν τρέφει αυτές τις ανάγκες των παιδιών μας τότε πιθανώς τείνουμε να επιβάλλουμε αυστηρότερο γονικό έλεγχο. Μου φαίνεται ότι τα παιδιά χρειάζονται περισσότερο αδόμητο ελεύθερο χρόνο μέσα στον οποίο να κινηθούν προς το παιχνίδι σαν ένα σοβαρό έργο και απλώς να «είναι».
Πώς εγκαθιστούμε την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό και στον άλλον; Πιστεύω πως αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα για τους ανθρώπους εδώ στην Ελλάδα, κυρίως κοινωνικά.
Η ερώτηση σας μου φέρνει στο νου τη φράση του Γουίνικοτ ότι το «αιώνιο καθήκον του ανθρώπου» είναι να «παραμείνει ξεχωριστός αλλά και συνδεδεμένος». Νομίζω πως αυτό πάντα ισχύει για μας ως άτομα και πιθανώς να είναι επίσης και το αιώνιο εθνικό μας καθήκον. Ακόμη και αν προερχόμαστε από διαφορετικά έθνη, μας ενώνει η ανθρώπινη κατάσταση και η φύση μας ως ανθρώπινα όντα. Υποθέτω πως είναι ζήτημα ισορροπίας – για παράδειγμα να προσπαθούμε να είμαστε μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρατώντας παράλληλα την εθνική μας ταυτότητα. Δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες για το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αυτόν τον καιρό αλλά μου έρχεται στο νου μια άλλη ιδέα του Γουίνικοτ –πολύ χρήσιμη στον χώρο της συνεδρίας. Πρόκειται για την μη αντεκδικητική επιβίωση, είτε είναι η επιβίωση της μητέρας κατά τη χρήση της από το παιδί είτε είναι η επιβίωση του θεραπευτή κατά τη χρήση του από τον ασθενή είτε η μη αντεκδικητική επιβίωση της κοινωνίας απέναντι σε περιβαλλοντικές προκλήσεις. Το να παραμένει κανείς σώος ως ο εαυτός του είναι μια στρατηγική μη αντεκδικητικής επιβίωσης.
Ποια η διαφορά ανάμεσα στο είναι (being) και το γίγνεσθαι (becoming); Είναι ενδιαφέρον ότι το είναι (being) είναι ένα θηλυκό στοιχείο και το γίγνεσθαι (becoming) ένα αρσενικό. Μπορείτε να μας πείτε λίγο περισσότερα πάνω σε αυτό;
Πριν φτάσω στο ζήτημα του θηλυκού στοιχείου, χρειάζεται πρώτα να πω πως όταν έγραψα αυτό το άρθρο «Είναι και Γίγνεσθαι στην Μεταψυχολογία του Γουίνικοτ» έκανα μια συνειδητή προσπάθεια να γεφυρώσω τη σκέψη του Γουίνικοτ με εκείνη ενός κατά έναν μόλις χρόνο νεότερού του, του W.R. Bion –αυτοί οι δύο ήταν κληρονόμοι του Ferenczi –και θα ήθελα επίσης, να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι το άρθρο του Bion που αντιστοιχεί ή που ήταν θα λέγαμε αδελφοποιημένο με το δικό μου, γράφτηκε από τη συνάδελφό μου στη Μελβούρνη, Wayne Featherstone.
Όπως ο Γιουνγκ έχει το anima και το animus που αντιπροσωπεύουν τα θηλυκά και τα αρσενικά στοιχεία της ψυχής, ο Γουίνικοτ λέει πως το «είναι» αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο και το «πράττειν» το αρσενικό στοιχείο.
Έτσι, οι πρωτότυποι όροι που χρησιμοποιούνται από τον Γουίνικοτ είναι το «είναι» για το θηλυκό στοιχείο και το «πράττειν» για το αρσενικό στοιχείο. Για το άρθρο μου κράτησα το «είναι» (being) που είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Γουίνικοτ και μετά βρήκα ένα ορισμένο ποσό ισοδυναμίας μεταξύ του όρου «πράττειν» (doing) του Γουίνικοτ και του όρου που χρησιμοποιεί συχνά ο Bion το «γίγνεσθαι» (becoming). Οι δυο διανοητές συχνά μιλάνε για το «είναι». Ο Γουίνικοτ το χρησιμοποιεί πάρα πολύ –νομίζω πως λέει πολλά όταν λέει «πρώτα είναι, μετά πράττειν και πράξη, αλλά πρώτα είναι». Όταν δίνει έμφαση στο «είναι», κάνει κάτι σημαντικό: εστιάζει στη σημασία της προ-οιδιπόδειας φάσης της ανάπτυξης και στα ίχνη της στην ενήλικη ζωή. Όταν μιλάει για το «είναι» ως το ζωτικής σημασίας sine qua non εκείνου που έρχεται μετά –είτε το ονομάσουμε «πράττειν» είτε «γίγνεσθαι»– εγκαθιδρύει τη σημασία του προ-οιδιπόδειου σταδίου στην ανθρώπινη ανάπτυξη και στην εμπειρία του βρέφους από αυτό, στην ιδιαίτερη ποιότητα του περιβάλλοντος φροντίδας του. Οι λεπτομέρειες αυτού είναι σημαντικές καθώς καθορίζουν τις προ οριοθέτησης και στοιχειώδους οριοθέτησης εμπειρίες εαυτού του βρέφους. Η περίοδος του «είναι», του είναι σε μια χαλαρή ταύτιση με τη μητέρα πρωταρχικό φροντιστή, είναι επίσης η περίοδος μιας βιωμένης εμπειρίας παντοδυναμίας, την οποία το παιδί καθώς ωριμάζει θα συνειδητοποιήσει αναδρομικά πως ήταν αγάπη που δόθηκε ελεύθερα, σε μια περίοδο πριν ακόμη να μπορεί να αναγνωριστεί. Αυτή η συνειδητοποίηση έχει θετικές συνέπειες για τις ιδέες και εμπειρίες του ατόμου σχετικά με τον ίδιο του τον εαυτό, τις ιδέες του για τη φύση της ανθρώπινης συνάντησης και τον κόσμο και την ικανότητά του να συμβάλλει σε αυτά, με το «πράττειν». Ο Γουίνικοτ είχε την απίστευτη συναίσθηση ότι η όψη της εμπειρίας ολόκληρης της ζωής ενός ατόμου άλλαζε προς το καλύτερο, με την κατανόηση του παιδιού, καθώς μεγαλώνει, ότι η μητέρα φροντιστής επιβίωσε και συνέχισε να το αγαπά, παρ’ όλες τις ενοχλήσεις που απαιτεί η φροντίδα του βρέφους και παρά, το γεγονός ότι το βρέφος την κατέστρεφε επανειλημμένως, μέσα στην ασυνείδητη φαντασία του, σε κάθε γεύμα! Έτσι, όπως ο Γιουνγκ έχει το anima και το animus που αντιπροσωπεύουν τα θηλυκά και τα αρσενικά στοιχεία της ψυχής, ο Γουίνικοτ λέει πως το «είναι» αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο και το «πράττειν» το αρσενικό στοιχείο.
O Γουίνικοτ πέθανε το 1971. Και οι ιδέες του; Είναι ακόμη ζωντανές και επίκαιρες σήμερα;
Eίναι απολύτως ζωντανές και πολύ επίκαιρες. Όπως είπα και νωρίτερα, τα κείμενα του Γουίνικοτ έχουν τη μέγιστη χρήση στην ηλεκτρονική τράπεζα δεδομένων ψυχαναλυτικής έρευνας. Αλλά νομίζω πως αυτό που βρήκα στην ερευνά μου για την εξέλιξη της σκέψης του Γουίνικοτ –και το οποίο τεκμηριώνεται στο βιβλίο μου «Η εξέλιξη της σκέψης του Γουίνικοτ (Evolution of Winnicott’s Thinking)»– είναι σημαντικό στο σημείο αυτό και εξηγεί πολλά. Λόγω του «δυνητικού χώρου» στη χρήση της γλώσσας από τον Γουίνικοτ εξαιτίας αυτού που έχω αποκαλέσει ως «τα διευκολυντικά χαρακτηριστικά» στη σκέψη του Γουίνικοτ, είναι εμφανές ότι μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει τη σκέψη του Γουίνικοτ, έτσι ώστε να προχωρήσει, ταυτόχρονα τόσο τη σκέψη του Γουίνικοτ και όσο τη δική του ανεξάρτητη σκέψη. Η υπονοούμενη θεωρία για την θεωρία και την επιρροή στο εσωτερικό της σκέψης του Γουίνικοτ έρχεται, έτσι, σε έντονη αντίθεση με τις ιδέες που ανέπτυξε ο Harold Bloom σχετικά με την επιρροή – στις οποίες μπορεί να υπάρχει μόνο «ένας βασιλιάς στο κάστρο» και στις οποίες η ανάδυση της σκέψης του ενός είναι ο θάνατος της σκέψης του άλλου. Οι ιδέες ου Bloom σχετικά με την επιρροή ενός ατόμου και τη σκέψη είναι οιδιπόδειας και ανταγωνιστικής φύσης, έτσι ώστε η σκέψη ενός ατόμου να ανταγωνίζεται τη σκέψη ενός άλλου σε μια συνθήκη στην οποία μπορεί να υπάρχει μόνο ένας «νικητής» ή «κυρίαρχος ποιητής σε μια γενιά», για να χρησιμοποιήσω τη διάλεκτο του Bloom. Ας δούμε το παράδειγμα της σκέψης του Γουίνικοτ και της Milner – έδιναν προτεραιότητα στη δημιουργική σκέψη μέσα σε ένα διευκολυντικό περιβάλλον. Κάποιοι, συχνά, έχουν σχολιάσει ότι η Milner σκέφτηκε πρώτη την χ ή την ψ ιδέα και όχι ο Γουίνικοτ. Αλλά όπως και ο γονιός κάνει με το βρέφος, επέτρεψαν το παράδοξο να βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας καινοτόμου σκέψης, δίνοντας προτεραιότητα στην ίδια τη διαδικασία της σκέψης, χωρίς να προσπαθούν να πουν σε ποιον ανήκει τι. Στο περιβάλλον της σκέψης τους, στον τρόπο της σκέψης τους, κανείς τους δεν θα έλεγε ποτέ στον άλλο «εσύ δημιούργησες αυτό ή το βρήκες;» Ούτε και θα έλεγαν «Εσύ το δημιούργησες αυτό ή το πήρες από εμένα;» Θεωρώ πως αυτή η μη ανταγωνιστική και διευκολυντική όψη του σκεπτόμενου περιβάλλοντος, που είναι παρόν στη γραφή του Γουίνικοτ, ευθύνεται για το γεγονός ότι η σπουδαιότητα και η δημοτικότητα του τρόπου γραφής του Γουίνικοτ ενισχύονται όλο και περισσότερο. Όπως η έρευνά μου δείχνει είναι, στην πραγματικότητα, πιο ζωντανός στην γραφή της τρίτης γενιάς απ’ ότι στη γραφή της δεύτερης.
* Η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια.
INFO
Η είσοδος είναι ελεύθερη. Για δηλώσεις συμμετοχής και πληροφορίες http: www.iwassociation.gr, e-mail: winnicott.association@gmail.comΕυχαριστίες στους: Άρης Κουλός, Μαριάνθη Καλατζή, Νεφέλη Ταμπάκη και Κασσιανή Πολίτου που έκαναν τη μετάφραση της συζήτησης.
Σημείωση: Μια συντομευμένη εκδοχή αυτής της συνομιλίας δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 5/11/2017.
__________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου