_________________________________________________________________________________________________________________________
...................................................."Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"
________________________________________________________________________________________________________________________

Μετάφραση // Translate

Αποτυπώματα

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Εγκέφαλος και Αναλφαβητισμός

Του Θανάση Τζαβάρα*


Το Νευρικό Σύστημα, και κυρίως το κεντρικό του μέρος, ο εγκέφαλος, είναι ένα τελεσφόρο βιολογικό σύστημα, που επιτρέπει σε όλα τα έμβια όντα τον συνεχή διάλογό τους με το «περιβάλλον». Το περιβάλλον, βέβαια εδώ θα πρέπει να νοηθεί ως εσωτερικό και ως εξωτερικό, ως ενδοσωματικό και ως έξω από το βιολογικό σώμα. Θα πρέπει να νοηθεί στη συγχρονία της δράσης και της πράξης και στη διαχρονία της μνήμης. Δηλαδή, εν τέλει, στο διάλογο των έμφυτων χαρακτηριστικών και ικανοτήτων με τις επίκτητες συνθήκες καθώς και με τις ευκαιρίες.

Τα έμφυτα χαρακτηριστικά του Νευρικού Συστήματος εμπεριέχονται προφανώς στις κληρονομικά προδιαγεγραμμένες δομές του, όπως άλλωστε και κάθε βιολογικού συστήματος, αλλά εκφράζονται κατά αποκλειστικότητα με την ταυτόχρονη πολλαπλότητα και μοναδικότητα των λειτουργικών του προγραμμάτων. Για να γίνει κατανοητή αυτή η ιδιοτυπία του Νευρικού Συστήματος, θα έπρεπε να μπορούσαμε να φαντασθούμε τη δομή ενός οικοδομήματος σχεδιασμένου μεν, σύμφωνα με τους περιορισμούς ενός Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, αλλά δυνάμενου να καλύπτει λειτουργικά διαφορετικές ανάγκες, αυξομειώνοντας μεγέθη μέσα στο χώρο ή αναστέλλοντας κάποια λειτουργία για να ευοδώσει κάποια άλλη διαδικασία ή ακόμη χρησιμοποιώντας διάφορα στρατηγήματα για να υπερκαλύψει συγχρόνως αντιθετικές συνθήκες λειτουργίας.
Η υπέρβαση, λοιπόν, των δομικών-εμφύτων χαρακτηριστικών του Νευρικού Συστήματος επιτυγχάνεται μέσω του διαλόγου του οργανισμού με το περιβάλλον, έτσι που το ορίσαμε λίγο πιο πάνω. Η επιγένεση αυτή είναι που θα καθορίσει τελικά τα περιθώρια υπέρβασης ενός ατόμου ή και ενός είδους σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και ένα δεδομένο περίγυρο.

Χωρίς αμφιβολία, χάρη σε μια άνευ προηγουμένου επιγένεση, θα πρέπει να δημιουργήθηκε η μετάλλαξη του ανθρωπίνου είδους, το άκρον άωτον των υπερβάσεων, που γνωρίζουμε στο σύνολο των έμβιων όντων. Δύο, τουλάχιστον, ψυχοβιολογικά χαρακτηριστικά στηρίζουν την υπερβατική φύση του ανθρωπίνου είδους:

α. Η μορφο-λειτουργική ασυμμετρία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος εκφράζει προφανώς τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των νευρωνικών κυκλωμάτων που με εξειδικευμένο τρόπο μπορούν να υποστηρίζουν μια ψυχολογική λειτουργία. Εκεί δηλαδή που σε όλα σχεδόν τα ζώα, των θηλαστικών συμπεριλαμβανομένων, πολλαπλά κυκλώματα εξυπηρετούν κάποιες λειτουργίες, στον άνθρωπο σχετικά λίγα, αλλά εξειδικευμένα δίκτυα, διεκπεραιώνουν διακριτές λειτουργίες επιτρέποντας έτσι τη διαθεσιμότητα πολλών κυκλωμάτων για καινούργιες, «δημιουργικές» λειτουργίες.

β. Η κατ’ εξοχήν δημιουργική λειτουργία θεωρείται η λειτουργία του Λόγου, ίδιον και χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου είδους. Ο Λόγος για τον Άνθρωπο δεν είναι μόνο ένα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας μεταξύ μελών του ιδίου είδους, δηλαδή μια ποσοτική υπερβολή των συστημάτων επικοινωνίας που διαθέτουν όλα τα έμβια όντα, αλλά του παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργηθεί κάθε στιγμή καινούργιες συνθήκες, δομές και νοήματα. Με αυτή λοιπόν την έννοια ο λόγος είναι ποιητικός, υπέρβαση και δημιουργία. Η προαιώνια όμως απορία του Ανθρώπου στηρίζεται ακριβώς σε αυτό το σημείο, δηλαδή πώς μπορεί αυτό το «άϋλο» χαρακτηριστικό του, να εξαρτάται από τις ιδιοτυπίες της ψυχοβιολογικής του υπόστασης;

Η μόνη απάντηση που διαθέτουμε σήμερα σε αυτή την απορία διατρέχει ακριβώς τον μυστηριώδη αυτό χώρο του ερωτήματος: «γιατί ρωτάμε γιατί;». Τι είναι εκείνο το κίνητρο που ωθεί το παιδί του Ανθρώπου αλλά και τον ώριμο ενήλικο να θέτει αενάως το ερώτημα του «πώς» και του «γιατί»; Η ψυχανάλυση ονόμασε «επιστημοφιλική ορμή» αυτή τη λειτουργία, που στο ψυχικό χώρο, πέρα από το ένστικτο και πριν από τη βούληση, είναι μια λειτουργία, γέφυρα μεταξύ σωματικού και ψυχικού δηλαδή στη διαλεκτική της ζωής, του έρωτα και του θανάτου, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ.
Ενώ, όμως, η αενάως επαναλαμβανόμενη αυτή κίνηση προς τη γνώση (και την ικανοποίηση) θα καλύψει το χώρο των κινήτρων και τελικά, το σύνολο ζήτημα της επιθυμίας, η δημιουργικότητα, που απορρέει από τις διαλεκτικές σχέσεις εγκεφάλου-περιβάλλοντος «κατασκεύασε» μια εξωτερική προέκταση των εγγενών δυνατοτήτων του ΚΝΣ: τα συστήματα καταγραφής και μετάδοσης της πληροφορίας, της μνήμης και της γνώσης.
Τα εξωτερικά συστήματα αποτύπωσης και καταγραφής, όπως άλλωστε και άλλα συστήματα διαμεσολάβησης μεταξύ οργανικού και περιβάλλοντος, δηλαδή τα εργαλεία, έχουν εκ πρώτης όψεως κοινά χαρακτηριστικά: επιτρέπουν τη μεγιστοποίηση του αποδιδόμενου έργου με ανάλογη ελαχιστοποίηση του καταβαλλόμενου κόπου. Είναι κοινός τόπος η απόδοση αυτών των ιδιοτήτων στην εγγενή ευφυΐα του ανθρωπίνου είδους, ανεξάρτητα από την επεξηγηματική θεωρία, που χρησιμοποιούν οι διάφοροι επιστήμονες. Με την προοπτική που γράφεται αυτό το σημείωμα, είναι η νευροψυχολογική δομή του ανθρώπου που επιτρέπει τη δημιουργία των ως άνω συστημάτων και κυρίως, τη συνεχόμενη ανανέωσή τους.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η τελευταία διαπίστωση, θα αναφερθώ σε μια βασική λειτουργική αρχή που διέπει το Νευρικό Σύστημα: για κάθε ενέργεια ή κάθε πράξη που εκπορεύεται από αυτό το σύστημα δύο λειτουργίες συνυπάρχουν, η πρόδρομη (feed-forward) και η ανάδρομη (feed-back) δράση, φυσικά με διαφορά φάσης. Δηλαδή όταν ο οργανισμός βρεθεί μπροστά σε ένα δεδομένο «πρόβλημα» είτε αυτό εκπηγάζει από την ίδια (βουλητική) δραστηριότητά του, είτε προκαλείται από τα γεγονότα του εσωτερικού ή εξωτερικού περιβάλλοντός του, τότε κινητοποιεί τις «λύσεις» που ενέχει το σύστημα και συγχρόνως ενεργοποιεί τα συστήματα πρόσληψης που διαθέτει. Το τελικό παράγωγο αυτής της λειτουργίας είναι μεν η λύση του προβλήματος, μια πράξη ή μια συμπεριφορά, αλλά συγχρόνως είναι και η σταθεροποίηση ή η μετατροπή και του πρόδρομου και του ανάδρομου νευρωνικού κυκλώματος. Τελικά, το συμπεριφέρεσθαι συνιστά μια συνεχή μετατροπή του οργανισμού και του περιβάλλοντος.

Ας έρθουμε τώρα στον δεύτερο όρο του διώνυμου «Εγκέφαλος και Αναλφαβητισμός». Η κατοχή και η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των γραπτών κωδίκων μιας γλώσσας αποκτά σημασία μόνον αν τοποθετηθεί σε δεδομένα ιστορικο-γεωγραφικά πλαίσια. Αυτό δηλαδή που δίνει νόημα στο εάν κάποιος είναι εγγράμματος ή αγράμματος, είναι η ιστορική περίοδος και ο πολιτισμικός περίγυρος. Σε μια κοινωνία όπου η προφορική παράδοση υπερέχει και η πρώιμη δι’ εκθέσεως μάθηση κυριαρχεί, στις σχετικά κλειστές κοινωνίες της «δια-γνωριμίας», η κατοχή και διαχείριση των γραπτών κωδίκων επικοινωνίας παίζει εν δυνάμει δευτερεύοντα λειτουργικό ρόλο. Αυτό μπορεί να σημαίνει, με τους όρους της πιο πάνω ανάλυσης των σχέσεων οργανισμού-περιβάλλοντος, μια πλήρη επάρκεια δημιουργικής διαμεσολάβησης από τους άλλους λεκτικούς ή κατασκευαστικούς κώδικες της συγκεκριμένης κοινωνίας. Φυσικά, αυτή η επάρκεια των άλλων κωδίκων δεν αφαιρεί την κοινωνική κυρίως αξία της κατοχής των γραπτών κωδίκων της γλώσσας: οι εγγράμματοι σε αυτές τις περιπτώσεις είναι και οι κατέχοντες τις εξουσίες.

Οι κοινωνίες με κυρίαρχη προφορική παράδοση αποτελούν εξαίρεση στον «κόσμο» που ο Δυτικός πολιτισμός παρήγαγε ή επηρέασε. Ο τρόπος λειτουργίας του, αλλά και τα ιδανικά του, οδήγησαν στην δυνάμει εκλαΐκευση της σχολικής μόρφωσης και τη μαζική εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής. Η γραπτή πληροφόρηση για τα δεδομένα της καθημερινής ζωής, τους τρόπους χρήσης και διαχείρισης των πραγμάτων της ζωής, του τόπου και του χρόνου, κυριάρχησαν την κοινωνική ζωή και την επιβίωση μέσα στα καινούργια δεδομένα του πολιτισμού. Η ικανότητα διαχείρισης των γραπτών κωδίκων της γλώσσας απέκτησε στην κυριολεξία αξία βιολογικής επιβίωσης του ανθρώπου.
Ενώ λοιπόν η δημιουργία της γραφής υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της νευροψυχολογικής υπόστασης του ανθρωπίνου είδους, η ανάγκη ευρείας της διάδοσης λόγω του είδους του πολιτισμού στον οποίο ζούμε, μετατράπηκε σε εργαλείο κοινωνικού εξουσιασμού ή καλύτερα, με όρους αυτού του σημειώματος, μεταβλήθηκε σε μέθοδο νευροψυχολογικής πτώχευσης. Προτού αναφερθούμε σε κάποια πειραματικά δεδομένα που εικονογραφούν αυτή μας τη θέση, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ένα σημείο σχετικά με το τι προφανώς συνέβαινε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Η μη συνεχής απαίτηση από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον για κατανόηση και διαχείριση κωδικοποιημένων γραπτών μηνυμάτων, δεν έφερνε τον νευροψυχολογικό οργανισμό σε σύγκρουση και δυσλειτουργία. Η συντονία μεταξύ λειτουργικών αρχών του νευροψυχολογικού είναι και των κωδίκων του γίγνεσθαι του περιβάλλοντος, έστω και εάν δημιουργούσε σύγκρουση, μπορούσε να επιλυθεί με τους κανόνες της διαλεκτικής των σχέσεων μεταξύ οργανισμού-περιβάλλοντος, που ήδη περιγράψαμε. Με άλλα λόγια, όσοι στις παραδοσιακές κοινωνίες κατείχαν ανάγνωση και γραφή, διέθεταν ένα επιπλέον νευρο-κοινωνικο-ψυχολογικό χαρακτηριστικό, σχηματικά ανεξάρτητο από τις τρέχουσες λειτουργίες και δεξιότητες της κοινωνικής τους ομάδας.
Τι συμβαίνει όμως με τον αναλφάβητο, δομικό ή και λειτουργικό, στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες; Φυσικά βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς εξάρτησης από οποιονδήποτε μπορεί ή θέλει να αποκωδικοποιήσει στη θέση του, τα γραπτά μηνύματα που κατακλύζουν την καθημερινή πρακτική ζωή: οδηγίες χρήσης και διεκπεραίωσης σχετικά με το επάγγελμα και την υγεία, την οικογένεια και τις μετακινήσεις, τέλος την επικοινωνία με τους άλλους. Μια εξάρτηση που εύκολα οδηγεί στην εκμετάλλευση, λόγω επιπλέον την παιδόμορφης συμπεριφοράς που του επιβάλλει. Αυτά είναι φυσικά γνωστά και ίσως όχι τόσο τραγικά, όσο φαίνονται σε πρώτη θεώρηση χάρη στις μεγάλες ικανότητες προσαρμογής που διαθέτει το ανθρώπινο είδος. Αρκεί βέβαια να συντρέχουν κάποιοι ευοδωτικοί εξωτερικοί συντελεστές, όπως το μοίρασμα με τους άλλους ανθρώπους στοιχείων κουλτούρας, ιστορίας και προσδοκιών.
Το κεντρικό, όμως, ερώτημα στη δική μας προβληματική είναι: τι συμβαίνει στη νευροψυχολογική λειτουργική οργάνωση των αναλφαβήτων της κοινωνίας μας; Σε όσους έχουν εργαστεί σε κέντρα που θεραπεύουν ασθενείς με εγκεφαλικές βλάβες (οποιασδήποτε αιτιολογίας), είναι γνωστό πως όταν όλα είναι ίσα από τη μια μεριά: ηλικία, φύλο, εντοπισμός της βλάβης, αυτό που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην πορεία των νευροψυχολογικών συνεπειών της βλάβης, είναι η μόρφωση του πάσχοντος ατόμου. Η ανάκτηση των λεκτικών, γνωσιακών και πραξιακών ικανοτήτων των ασθενών συντελείται ταχύτερα και πληρέστερα, όσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό τους επίπεδο. Όλα συμβαίνουν ως εάν η μόρφωση έχει «εξασκήσει» όλο και περισσότερα νευρωνικά κυκλώματα, να συμμετέχουν στη διεκπεραίωση μιας νοητικής λειτουργίας. Αυτή η τρέχουσα κλινική παρατήρηση οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα: ο αλφαβητισμός και η μόρφωση γενικότερα αξιοποιούν το δυνατόν καλύτερα τα μορφο-λειτουργικά χαρακτηριστικά του ΚΝΣ.
Εάν αυτό συμβαίνει στον εγκέφαλο που πάσχει, τι συμβαίνει στον υγιή και άθικτο εγκέφαλο; Αυτό προσπαθήσαμε να απαντήσουμε με τους συνεργάτες μας, χρησιμοποιώντας τη διχωτική ακοή, γνωστή μέθοδο αξιολόγησης της εγκεφαλικής ημισφαιρικής πλαγίωσης. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου, η εγκεφαλική ασυμμετρία χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Αυτή η ασυμμετρία εκφράζεται κυρίως, στο 90% των ανθρώπων που είναι δεξιόχειρες και ανεξάρτητα από φύλο, φυλή και ηλικία, από την εξειδίκευση του αριστερού ημισφαιρίου στις λειτουργίες που διαχειρίζονται το Λόγο, σε όλες του τις μορφές. Η διχωτική ακοή ως δοκιμασία με σύγχρονα, αλλά αντίθετα, λεκτικά ερεθίσματα που δίνονται στα δύο αυτιά, επιτρέπει τη διαπίστωση μιας ασύμμετρης επίδοσης στην ανάκληση των ερεθισμάτων. Σχηματικά, όλοι οι δεξιόχειρες παρουσιάζουν καλύτερη επίδοση στην ανάκληση των λεκτικών ερεθισμάτων που δίδονται στο δεξί αυτί παρά στο αριστερό.
Αυτό το παγκόσμιο δεδομένο είχε θεμελιωθεί κυρίως σε εγγράμματους πληθυσμούς. Το ερώτημα λοιπόν ήταν το πώς παρεμβαίνει η εκμάθηση και η χρησιμοποίηση των γραπτών κωδίκων της γλώσσας στην ενασχόληση του αριστερού ημισφαιρίου με το Λόγο. Οι αναλφάβητοι, που δε χειρίζονται αυτούς τους κώδικες, θα παρουσιάζουν μικρότερη ασυμμετρία στην επίδοση ανάκλησης των ερεθισμάτων σε συνθήκες διχωτικής ακοής; Ή και έλλειψη ασυμμετρίας;
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών μας επεφύλαξαν μια έκπληξη: οι αναλφάβητοι που μελετήσαμε παρουσίαζαν την ασύμμετρη ανάκληση, δηλαδή καλύτερη επίδοση στο δεξί αυτί, καθ’ υπερβολή μάλιστα. Ήταν ως εάν οι επιδόσεις του αριστερού αυτιού, αυτές δηλαδή που αντικατοπτρίζουν τις λειτουργίες του δεξιού ημισφαιρίου, να δείχνανε μια «δυσλειτουργία» αυτού του ημισφαιρίου, για ό,τι σχετίζεται με το Λόγο, κάτι που έτσι ή αλλιώς δεν παρατηρείται στους εγγράμματους. Το λογικό συμπέρασμα από αυτά τουλάχιστον τα αποτελέσματα είναι ότι οι αναλφάβητοι δεν παρουσιάζουν μια κατάσταση λειτουργικής έκπτωσης ως προς τους εγγράμματους, αλλά βρίσκονται μάλλον σε μια συνθήκη διαφυγόντος κέρδους στην ανάπτυξη των νευρωνικών τους κυκλωμάτων και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη των νευροψυχολογικών τους δεξιοτήτων.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να τονίσουμε πως πέραν από τις γνωστές και εύκολα κατανοητές κοινωνικές συνέπειες του δομικού και λειτουργικού αναλφαβητισμού, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η νευροψυχολογική διάσταση του προβλήματος που καθηλώνει τον αναλφάβητο στη χρήση μόνο των μορφο-λειτουργικών έμφυτων χαρακτηριστικών του και τον αποκλείει από τον εμπλουτισμό των δεξιοτήτων του, από τη δημιουργική διαχείριση της διαλεκτικότητας οργανισμού-περιβάλλοντος.

Θανάσης Τζαβάρας

 * [Αδημοσίευτο] // Φεβρουάριος 1990
~~~~~~~~~~~

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
α. Στο θέμα του αλφαβητισμού/αναλφαβητισμού στις παραδοσιακές κοινωνίες βλέπε, π.χ.: J. Goody (editor), Literacy in TraditionalSocieties, Cambridge University Press, 1968 και S. Scribner & M. Cole: The Psychology of Literacy, Harvard University Press, 1981.
β. Τα νευροψυχολογικά δεδομένα και το γενικό θεωρητικό πλαίσιο βρίσκεται στο: Θ. Τζαβάρας (επιμελητής), Κείμενα νευροψυχολογίας, Σύγχρονα Θέματα, 1987.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου